- αποστεούμαι
- 1. αποσκελετώνομαι, γίνομαι σκληρός όπως τα οστά2. αδυνατίζω, γίνομαι κάτισχνος, καταντώ σκελετός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αποστέωση — η 1. μεταβολή σε οστό, οστεοποίηση, αποσκλήρυνση 2. υπερβολικό αδυνάτισμα, αποσκελέτωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποστεούμαι. Η λ. μαρτυρείται στον Ι. Ορλάνδο] … Dictionary of Greek